- βραχυγραφία
- ηη συντομογραφία: Στην αρχή ή στο τέλος των λεξικών πάντα υπάρχει ερμηνεία των βραχυγραφιών που χρησιμοποιούνται σ’ αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχυγραφία — η η συντόμευση λέξης με παράλειψη ενός ή περισσότερων γραμμάτων ή φθόγγων ή αλλιώς η σύμπτυξη ορισμένων λέξεων που απαντούν με μεγάλη συχνότητα … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ΤΒΡ — Ν χημ. βραχυγραφία τής χημικής ένωσης φωσφορικός τριβουτυλεστέρας … Dictionary of Greek
ΤΝΤ — Ν χημ. βραχυγραφία τής χημικής ένωσης τρινιτροτολουόλιο, πολύ γνωστής ισχυρής εκρηκτικής ύλης … Dictionary of Greek
αρκτικόλεξο — το βραχυγραφία η οποία σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα συχνά και από συνοδευτικά τους με τα οποία αυτά απαρτίζουν συλλαβή των λέξεων πλήρων επωνυμιών, οργανισμών, εταιρειών, πολιτικών κομμάτων κ.ά., π.χ. ΟΗΕ (= Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών), ΟΤΕ … Dictionary of Greek
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek
επίτμηση — η [επιτέμνω] 1. αποκοπή, συντόμευση, σύμπτυξη, βραχυγραφία 2. σύντμηση λέξεων στη γραφή ή στην εκτύπωση, με παράλειψη γραμμάτων (π.χ. αρσ. αντί αρσενικό κ.λπ.) … Dictionary of Greek
πολυβενζιμιδαζόλιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) ονομασία συνθετικών πολυμερών, γνωστών και με τη βραχυγραφία ΡΒΙ, που χαρακτηρίζονται από εξαιρετική σταθερότητα στην επίδραση τής θερμότητας και χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές τής διαστημικής τεχνολογίας και στην κατασκευή… … Dictionary of Greek
πολυβινυλοπυρρολιδόνη — η, Ν (χημ. τεχνολ.) συνθετικό, γνωστό με την βραχυγραφία PVP, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή υλικών επικαλύψεων, συγκολλητικών ουσιών κ.ά. εφαρμογές. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polyvinylpyrrolidone < poly (< πο λυ *)… … Dictionary of Greek
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek